- φοξ τροτ
- το, Νάκλ. είδος χορού αμερικανικής προέλευσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fox trot < fox «αλεπού» + trot «βαδίζω γρήγορα με μικρά βήματα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοξ-τροτ — (fox trot= βήμα της αλεπούς). Χορός και μουσική χορού, που κατάγεται πιθανότατα από χορό των μαύρων. Δημοφιλής ήδη στην Αμερική πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, διαδόθηκε αργότερα και στην Ευρώπη από αμερικανικούς θιάσους. Το φ. είναι ένας… … Dictionary of Greek